- πονόλαιμος
- ο, Νπόνος τού λαιμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + λαιμός, κατ' αντιστροφή τού λαιμόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος λαιμού (πρβλ. πονο-κέφαλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πονόλαιμος — ο πόνος στο λαιμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαιμόπονος — ο πόνος στον λαιμό, πονόλαιμος … Dictionary of Greek
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
λαιμόπονος — ο πόνος του λαιμού, πονόλαιμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)